Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δυσανασχετήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσανασχετώ
  2. θα δυσανασχετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσανασχετώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δυσανασχετήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δυσανασχέτηση