Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυαδικός λογάριθμος < → δείτε τις λέξεις δυαδικός και λογάριθμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική binary logarithm

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δυαδικός λογάριθμος

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία