Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δραχμοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραχμοποιώ
  2. θα δραχμοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραχμοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δραχμοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραχμοποίηση