δραματοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδραματοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραματοποιώ
- θα δραματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραματοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδραματοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραματοποίηση