Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δραματοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραματοποιώ
  2. θα δραματοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραματοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δραματοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραματοποίηση