δοτικοφανές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.ti.ko.faˈnes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐τι‐κο‐φα‐νές
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δοτικοφανές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δοτικοφανής