δορυφοροποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δορυφοροποιώ, πρωτολογισμός < δορυφορο(ποίηση) + -ποιώ
Ρήμα επεξεργασία
δορυφοροποιώ
- υποβιβάζω κάποιον ή κάτι σε δεύτερης σημασίας θέση, περιφερειακή, όπως αυτή του δορυφόρου
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δορυφοροποιώ | δορυφοροποιούσα | θα δορυφοροποιώ | να δορυφοροποιώ | δορυφοροποιώντας | |
β' ενικ. | δορυφοροποιείς | δορυφοροποιούσες | θα δορυφοροποιείς | να δορυφοροποιείς | ||
γ' ενικ. | δορυφοροποιεί | δορυφοροποιούσε | θα δορυφοροποιεί | να δορυφοροποιεί | ||
α' πληθ. | δορυφοροποιούμε | δορυφοροποιούσαμε | θα δορυφοροποιούμε | να δορυφοροποιούμε | ||
β' πληθ. | δορυφοροποιείτε | δορυφοροποιούσατε | θα δορυφοροποιείτε | να δορυφοροποιείτε | δορυφοροποιείτε | |
γ' πληθ. | δορυφοροποιούν(ε) | δορυφοροποιούσαν(ε) | θα δορυφοροποιούν(ε) | να δορυφοροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δορυφοροποίησα | θα δορυφοροποιήσω | να δορυφοροποιήσω | δορυφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | δορυφοροποίησες | θα δορυφοροποιήσεις | να δορυφοροποιήσεις | δορυφοροποίησε | ||
γ' ενικ. | δορυφοροποίησε | θα δορυφοροποιήσει | να δορυφοροποιήσει | |||
α' πληθ. | δορυφοροποιήσαμε | θα δορυφοροποιήσουμε | να δορυφοροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δορυφοροποιήσατε | θα δορυφοροποιήσετε | να δορυφοροποιήσετε | δορυφοροποιήστε | ||
γ' πληθ. | δορυφοροποίησαν δορυφοροποιήσαν(ε) |
θα δορυφοροποιήσουν(ε) | να δορυφοροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δορυφοροποιήσει | είχα δορυφοροποιήσει | θα έχω δορυφοροποιήσει | να έχω δορυφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δορυφοροποιήσει | είχες δορυφοροποιήσει | θα έχεις δορυφοροποιήσει | να έχεις δορυφοροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δορυφοροποιήσει | είχε δορυφοροποιήσει | θα έχει δορυφοροποιήσει | να έχει δορυφοροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δορυφοροποιήσει | είχαμε δορυφοροποιήσει | θα έχουμε δορυφοροποιήσει | να έχουμε δορυφοροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δορυφοροποιήσει | είχατε δορυφοροποιήσει | θα έχετε δορυφοροποιήσει | να έχετε δορυφοροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δορυφοροποιήσει | είχαν δορυφοροποιήσει | θα έχουν δορυφοροποιήσει | να έχουν δορυφοροποιήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
δορυφοροποιώ
|
Πηγές επεξεργασία
- δορυφοροποιώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Ralli, Angela (Ράλλη, Αγγελική). Compounding in Modern Greek, Springer Science & Business Media, 2012. @books.google
- ΣτΕ: Η Ράλλη αναφέρει τη λέξη ως παράδειγμα μικτής σύνθεσης λόγιου και μη λόγιου.