δορυφοροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δορυφοροποιώ (νεολογισμός) < δορυφορο(ποίηση) + -ποιώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ɾi.fo.ɾo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ρυ‐φο‐ρο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαδορυφοροποιώ, αόρ.: δορυφοροποίησα, παθ.φωνή: δορυφοροποιούμαι, π.αόρ.: δορυφοροποιήθηκα, μτχ.π.π.: δορυφοροποιημένος
- υποβιβάζω κάποιον ή κάτι σε δεύτερης σημασίας θέση, περιφερειακή, όπως αυτή του δορυφόρου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δορυφοροποιώ | δορυφοροποιούσα | θα δορυφοροποιώ | να δορυφοροποιώ | δορυφοροποιώντας | |
β' ενικ. | δορυφοροποιείς | δορυφοροποιούσες | θα δορυφοροποιείς | να δορυφοροποιείς | ||
γ' ενικ. | δορυφοροποιεί | δορυφοροποιούσε | θα δορυφοροποιεί | να δορυφοροποιεί | ||
α' πληθ. | δορυφοροποιούμε | δορυφοροποιούσαμε | θα δορυφοροποιούμε | να δορυφοροποιούμε | ||
β' πληθ. | δορυφοροποιείτε | δορυφοροποιούσατε | θα δορυφοροποιείτε | να δορυφοροποιείτε | δορυφοροποιείτε | |
γ' πληθ. | δορυφοροποιούν(ε) | δορυφοροποιούσαν(ε) | θα δορυφοροποιούν(ε) | να δορυφοροποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δορυφοροποίησα | θα δορυφοροποιήσω | να δορυφοροποιήσω | δορυφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | δορυφοροποίησες | θα δορυφοροποιήσεις | να δορυφοροποιήσεις | δορυφοροποίησε | ||
γ' ενικ. | δορυφοροποίησε | θα δορυφοροποιήσει | να δορυφοροποιήσει | |||
α' πληθ. | δορυφοροποιήσαμε | θα δορυφοροποιήσουμε | να δορυφοροποιήσουμε | |||
β' πληθ. | δορυφοροποιήσατε | θα δορυφοροποιήσετε | να δορυφοροποιήσετε | δορυφοροποιήστε | ||
γ' πληθ. | δορυφοροποίησαν δορυφοροποιήσαν(ε) |
θα δορυφοροποιήσουν(ε) | να δορυφοροποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δορυφοροποιήσει | είχα δορυφοροποιήσει | θα έχω δορυφοροποιήσει | να έχω δορυφοροποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δορυφοροποιήσει | είχες δορυφοροποιήσει | θα έχεις δορυφοροποιήσει | να έχεις δορυφοροποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δορυφοροποιήσει | είχε δορυφοροποιήσει | θα έχει δορυφοροποιήσει | να έχει δορυφοροποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δορυφοροποιήσει | είχαμε δορυφοροποιήσει | θα έχουμε δορυφοροποιήσει | να έχουμε δορυφοροποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δορυφοροποιήσει | είχατε δορυφοροποιήσει | θα έχετε δορυφοροποιήσει | να έχετε δορυφοροποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δορυφοροποιήσει | είχαν δορυφοροποιήσει | θα έχουν δορυφοροποιήσει | να έχουν δορυφοροποιήσει |
|
παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία δορυφοροποιώ
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με δορυφοροπ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Ralli, Angela (Ράλλη, Αγγελική). Compounding in Modern Greek, Springer Science & Business Media, 2012. @books.google
- ΣτΕ: Η Ράλλη αναφέρει τη λέξη ως παράδειγμα μικτής σύνθεσης λόγιου και μη λόγιου.