διχοτομικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διχοτομικά < διχοτομικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
διχοτομικά
- με διχοτομικό τρόπο, αποσκοπώντας στη διχοτόμηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διχοτομικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διχοτομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διχοτομικό