διχειλικό σύμφωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διχειλικό σύμφωνο < → δείτε τις λέξεις διχειλικός και σύμφωνο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consonne bilabiale
Προφορά
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
διχειλικό σύμφωνο
- (φωνητική) σύμφωνο που ταξινομείται ως διχειλικό ως προς τον τρόπο της άρθρωσής του, με κλειστά τα δύο χείλη
Σημειώσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διχειλικό σύμφωνο