διχειλικό σύμφωνο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διχειλικό σύμφωνο < → δείτε τις λέξεις διχειλικός και σύμφωνο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική consonne bilabiale
ΠροφοράΕπεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
διχειλικό σύμφωνο
- (φωνητική) σύμφωνο που ταξινομείται ως διχειλικό ως προς τον τρόπο της άρθρωσής του, με κλειστά τα δύο χείλη
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
στα ελληνικά, διχειλικά σύμφωνα είναι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διχειλικό σύμφωνο
ΠηγέςΕπεξεργασία
«διχειλικό σύμφωνο (bilabial consonant)» - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)