Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διοχετεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοχετεύω
  2. θα διοχετεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοχετεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διοχετεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διοχέτευση