διορύξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιορύξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διορύσσω
- θα διορύξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διορύσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιορύξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διόρυξη