Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτυακή ουδετερότητα < δικτυακή + ουδετερότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική network neutrality)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δικτυακή ουδετερότητα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία