δικτυακή ουδετερότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δικτυακή ουδετερότητα < δικτυακή + ουδετερότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική network neutrality)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
δικτυακή ουδετερότητα θηλυκό
- (πληροφορική) (νεολογισμός) αρχή σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αντιμετωπίζουν ισότιμα το σύνολο των δεδομένων στο διαδίκτυο και να μην δίνουν προτεραιότητα σε ορισμένα για διάφορους λόγους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δικτυακή ουδετερότητα