Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιολογούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δικαιολογώ

  Ρήμα επεξεργασία

δικαιολογούμαι

  1. (για άνθρωπο) προβάλλω δικαιολογίες για πράξη ή παράλειψή μου
    μας έστησες τόση ώρα και μη δικαιολογείσαι - όλοι είναι πολύ εκνευρισμένοι για να σε ακούσουν
  2. για γεγονός για το οποίο υπάρχει δικαιολογία ή εξήγηση
    δεν δικαιολογείται η αργοπορία του
  3. για κάτι σχετικά με το οποίο κατατίθεται έγγραφο δικαιολογίας και γίνεται αποδεκτό
    ο μαθητής έχει σημειώσει 20 απουσίες, από τις οποίες οι 18 δικαιολογούνται λόγω ασθένειας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία