διευθυντήριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευθυντήριον < διευθν(τής) + -τήριον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική directoire [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.e.fθinˈdi.ɾi.on/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ευ‐θυν‐τή‐ρι‐ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιευθυντήριον ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διευθυντήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας