διβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διβολίζω < ελληνιστική κοινή διβολέω / διβολῶ < αρχαία ελληνική δίβολος < δι- + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίαδιβολίζω
- (λαϊκότροπο) οργώνω χωράφι για δεύτερη φορά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διβολίζω
|