Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαφεντέψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφεντεύω
  2. θα διαφεντέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφεντεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διαφεντέψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαφέντεψη