Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαταράξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαταράσσω
  2. θα διαταράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαταράσσω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διαταράξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διατάραξη