διαταράξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαταράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαταράσσω
- θα διαταράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαταράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαταράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διατάραξη