Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαστρεβλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαστρεβλώνω
  2. θα διαστρεβλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαστρεβλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαστρεβλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαστρέβλωση