διασαφηνίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασαφηνίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασαφηνίζω
- θα διασαφηνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασαφηνίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιασαφηνίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασαφήνιση