διασαλπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασαλπίζω < μεσαιωνική ελληνική διασαλπίζω < δια- + σαλπίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.salˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐σαλ‐πί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιασαλπίζω
- διαλαλώ
- ※ Με ανακοίνωσή του ο σύλλογος των φοιτητών διασαλπίζει τη διαφωνία του, εν τη ρύμη της οποίας ο πρόεδρος του Τμήματος διαπομπεύεται (κατ’ επανάληψη) ως πράκτορας εκφασισμού και αδίστακτος συνοδοιπόρος του πρυτανικού ολοκληρωτισμού.
- Θεόδωρος Παπαγγελής, Εντός, επί τα αυτά – και λίγο πιο πίσω, Το Βήμα, 18 Απριλίου 2015
- ※ Με ανακοίνωσή του ο σύλλογος των φοιτητών διασαλπίζει τη διαφωνία του, εν τη ρύμη της οποίας ο πρόεδρος του Τμήματος διαπομπεύεται (κατ’ επανάληψη) ως πράκτορας εκφασισμού και αδίστακτος συνοδοιπόρος του πρυτανικού ολοκληρωτισμού.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διασαλπίζω | διασάλπιζα | θα διασαλπίζω | να διασαλπίζω | διασαλπίζοντας | |
β' ενικ. | διασαλπίζεις | διασάλπιζες | θα διασαλπίζεις | να διασαλπίζεις | διασάλπιζε | |
γ' ενικ. | διασαλπίζει | διασάλπιζε | θα διασαλπίζει | να διασαλπίζει | ||
α' πληθ. | διασαλπίζουμε | διασαλπίζαμε | θα διασαλπίζουμε | να διασαλπίζουμε | ||
β' πληθ. | διασαλπίζετε | διασαλπίζατε | θα διασαλπίζετε | να διασαλπίζετε | διασαλπίζετε | |
γ' πληθ. | διασαλπίζουν(ε) | διασάλπιζαν διασαλπίζαν(ε) |
θα διασαλπίζουν(ε) | να διασαλπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διασάλπισα | θα διασαλπίσω | να διασαλπίσω | διασαλπίσει | ||
β' ενικ. | διασάλπισες | θα διασαλπίσεις | να διασαλπίσεις | διασάλπισε | ||
γ' ενικ. | διασάλπισε | θα διασαλπίσει | να διασαλπίσει | |||
α' πληθ. | διασαλπίσαμε | θα διασαλπίσουμε | να διασαλπίσουμε | |||
β' πληθ. | διασαλπίσατε | θα διασαλπίσετε | να διασαλπίσετε | διασαλπίστε | ||
γ' πληθ. | διασάλπισαν διασαλπίσαν(ε) |
θα διασαλπίσουν(ε) | να διασαλπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διασαλπίσει | είχα διασαλπίσει | θα έχω διασαλπίσει | να έχω διασαλπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διασαλπίσει | είχες διασαλπίσει | θα έχεις διασαλπίσει | να έχεις διασαλπίσει | έχε διασαλπισμένο | |
γ' ενικ. | έχει διασαλπίσει | είχε διασαλπίσει | θα έχει διασαλπίσει | να έχει διασαλπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διασαλπίσει | είχαμε διασαλπίσει | θα έχουμε διασαλπίσει | να έχουμε διασαλπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διασαλπίσει | είχατε διασαλπίσει | θα έχετε διασαλπίσει | να έχετε διασαλπίσει | έχετε διασαλπισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διασαλπίσει | είχαν διασαλπίσει | θα έχουν διασαλπίσει | να έχουν διασαλπίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διασαλπισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διασαλπισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διασαλπισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διασαλπισμένο |
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διασαλπίζω
→ δείτε τη λέξη διαλαλώ |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- διασαλπίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιασαλπίζω
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .