Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαπλεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπλέω
  2. θα διαπλεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπλέω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

διαπλεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάπλευση