Ετυμολογία

επεξεργασία
δημηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημηγορέω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.mi.ɣoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μη‐γο‐ρώ

δημηγορώ, πρτ.: δημηγορούσα, αόρ.: δημηγόρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία