δημηγορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημηγορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημηγορέω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mi.ɣoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μη‐γο‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαδημηγορώ, πρτ.: δημηγορούσα, αόρ.: δημηγόρησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημηγορώ | δημηγορούσα | θα δημηγορώ | να δημηγορώ | δημηγορώντας | |
β' ενικ. | δημηγορείς | δημηγορούσες | θα δημηγορείς | να δημηγορείς | (δημηγόρει) | |
γ' ενικ. | δημηγορεί | δημηγορούσε | θα δημηγορεί | να δημηγορεί | ||
α' πληθ. | δημηγορούμε | δημηγορούσαμε | θα δημηγορούμε | να δημηγορούμε | ||
β' πληθ. | δημηγορείτε | δημηγορούσατε | θα δημηγορείτε | να δημηγορείτε | δημηγορείτε | |
γ' πληθ. | δημηγορούν(ε) | δημηγορούσαν(ε) | θα δημηγορούν(ε) | να δημηγορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημηγόρησα | θα δημηγορήσω | να δημηγορήσω | δημηγορήσει | ||
β' ενικ. | δημηγόρησες | θα δημηγορήσεις | να δημηγορήσεις | δημηγόρησε | ||
γ' ενικ. | δημηγόρησε | θα δημηγορήσει | να δημηγορήσει | |||
α' πληθ. | δημηγορήσαμε | θα δημηγορήσουμε | να δημηγορήσουμε | |||
β' πληθ. | δημηγορήσατε | θα δημηγορήσετε | να δημηγορήσετε | δημηγορήστε | ||
γ' πληθ. | δημηγόρησαν δημηγορήσαν(ε) |
θα δημηγορήσουν(ε) | να δημηγορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δημηγορήσει | είχα δημηγορήσει | θα έχω δημηγορήσει | να έχω δημηγορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις δημηγορήσει | είχες δημηγορήσει | θα έχεις δημηγορήσει | να έχεις δημηγορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει δημηγορήσει | είχε δημηγορήσει | θα έχει δημηγορήσει | να έχει δημηγορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δημηγορήσει | είχαμε δημηγορήσει | θα έχουμε δημηγορήσει | να έχουμε δημηγορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε δημηγορήσει | είχατε δημηγορήσει | θα έχετε δημηγορήσει | να έχετε δημηγορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δημηγορήσει | είχαν δημηγορήσει | θα έχουν δημηγορήσει | να έχουν δημηγορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δημηγορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας