Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δενδροφυτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δενδροφυτεύω
  2. θα δενδροφυτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δενδροφυτεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δενδροφυτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δενδροφύτευση