Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Παιδιά που δενδροφυτεύουν.

  Ετυμολογία επεξεργασία

δενδροφυτεύω < δενδρο- + φυτεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðen.ðɾo.fiˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐δρο‐φυ‐τεύ‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

δενδροφυτεύω, αόρ.: δενδροφύτεψα, παθ.φωνή: δενδροφυτεύομαι, π.αόρ.: δενδροφυτεύθηκα/-εύτηκα, μτχ.π.π.: δενδροφυτευμένος/δενδροφυτεμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή: αοριστικό θέμα με -εύθ- και με -εύτ- → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία