δανειοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδανειοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δανειοδοτώ
- θα δανειοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δανειοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδανειοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δανειοδότηση