Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δανειοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δανειοδοτώ
  2. θα δανειοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δανειοδοτώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

δανειοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δανειοδότηση