γύρευε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾe.ve/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐ρευ‐ε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γύρευε
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γυρεύω
- γ' ενικό οριστικής παρατατικού (γύρευα) του ρήματος γυρεύω
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
για την προστακτική: