Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðu.ɾoˈʝi.ɾe.ve/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊ‐δου‐ρο‐γύ‐ρευ‐ε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γαϊδουρογύρευε

  1. β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος γαϊδουρογυρεύω
  2. γ' ενικό οριστικής παρατατικού (γαϊδουρογύρευα) του ρήματος γαϊδουρογυρεύω

Δείτε επίσης επεξεργασία

για την προστακτική: