γυαλιστερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγυαλιστερά < γυαλιστερός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαγυαλιστερά
- με γυαλιστερό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυαλιστερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγυαλιστερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γυαλιστερό