γομαλάκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γομαλάκα < ιταλική gommalacca
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγομαλάκα θηλυκό
- ρητίνη που προέρχεται από έντομο που ζει σε κλαδιά δέντρων της Νότιας Αμερικής και χρησιμοποιείται κυρίως σαν βερνίκι