γνωμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωμολογώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνωμολογῶ, συνηρημένος τύπος του γνωμολογέω. Μορφολογικά, γνώμ(η) + -λογώ
Ρήμα
επεξεργασίαγνωμολογώ, αόρ.: γνωμολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- συλλέγω γνωμικά
- εκφράζομαι με γνωμικά, αποφθέγματα
- → δείτε και το ρήμα αποφθέγγομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γνωμολόγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνωμολογώ | γνωμολογούσα | θα γνωμολογώ | να γνωμολογώ | γνωμολογώντας | |
β' ενικ. | γνωμολογείς | γνωμολογούσες | θα γνωμολογείς | να γνωμολογείς | ||
γ' ενικ. | γνωμολογεί | γνωμολογούσε | θα γνωμολογεί | να γνωμολογεί | ||
α' πληθ. | γνωμολογούμε | γνωμολογούσαμε | θα γνωμολογούμε | να γνωμολογούμε | ||
β' πληθ. | γνωμολογείτε | γνωμολογούσατε | θα γνωμολογείτε | να γνωμολογείτε | γνωμολογείτε | |
γ' πληθ. | γνωμολογούν(ε) | γνωμολογούσαν(ε) | θα γνωμολογούν(ε) | να γνωμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γνωμολόγησα | θα γνωμολογήσω | να γνωμολογήσω | γνωμολογήσει | ||
β' ενικ. | γνωμολόγησες | θα γνωμολογήσεις | να γνωμολογήσεις | γνωμολόγησε | ||
γ' ενικ. | γνωμολόγησε | θα γνωμολογήσει | να γνωμολογήσει | |||
α' πληθ. | γνωμολογήσαμε | θα γνωμολογήσουμε | να γνωμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | γνωμολογήσατε | θα γνωμολογήσετε | να γνωμολογήσετε | γνωμολογήστε | ||
γ' πληθ. | γνωμολόγησαν γνωμολογήσαν(ε) |
θα γνωμολογήσουν(ε) | να γνωμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γνωμολογήσει | είχα γνωμολογήσει | θα έχω γνωμολογήσει | να έχω γνωμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γνωμολογήσει | είχες γνωμολογήσει | θα έχεις γνωμολογήσει | να έχεις γνωμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γνωμολογήσει | είχε γνωμολογήσει | θα έχει γνωμολογήσει | να έχει γνωμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γνωμολογήσει | είχαμε γνωμολογήσει | θα έχουμε γνωμολογήσει | να έχουμε γνωμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γνωμολογήσει | είχατε γνωμολογήσει | θα έχετε γνωμολογήσει | να έχετε γνωμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γνωμολογήσει | είχαν γνωμολογήσει | θα έχουν γνωμολογήσει | να έχουν γνωμολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνωμολογώ
|
Πηγές
επεξεργασία- «γνωμολογῶ» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .