γιογιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιογιό <
- για το καθοίκι: < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα) [1]
- για το παιχνίδι: άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν από τη (άμεσο δάνειο) γαλλική Yo-Yo, σήμα κατατεθέν παιχνιδιού εισαγωγής από τις Φιλιππίνες ή την Κίνα [1][2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιογιό ουδέτερο άκλιτο
- παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από δύο συνδεδεμένους δίσκους και ένα νήμα δεμένο μεταξύ τους
- (οικείο) το καθοίκι
- άλλη μορφή: γκιογκιό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ γιογιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας