γιογιό (1)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γιογιό <
για το καθοίκι: < (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα) [1]
για το παιχνίδι: άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν από τη (άμεσο δάνειο) γαλλική Yo-Yo, σήμα κατατεθέν παιχνιδιού εισαγωγής από τις Φιλιππίνες ή την Κίνα [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝoˈʝo/
 
σύγχρονο γιογιό (2)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιογιό ουδέτερο άκλιτο

  1. παιδικό παιχνίδι που αποτελείται από δύο συνδεδεμένους δίσκους και ένα νήμα δεμένο μεταξύ τους
  2. (οικείο) το καθοίκι
    άλλη μορφή: γκιογκιό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. γιογιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας