γεννήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγεννήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννώ
- θα γεννήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαγεννήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γέννηση