γεμίζεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝeˈmi.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μί‐ζεις
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γεμίζεις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γεμίζεις
Δείτε επίσης : γεμίζῃς, γεμιζής |
γεμίζεις
γεμίζεις