γατάκια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣaˈta.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐τά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαγατάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γατάκι
- (μεταφορικά) σφύριγμα (συριγμός) στην αναπνοή
- ⮡ Πρέπει να κόψω το κάπνισμα. Ακούω γατάκια στην αναπνοή μου κάθε πρωί που ξυπνάω.
- (μεταφορικά) σφύριγμα (συριγμός) στην αναπνοή