γαλλοπρεπείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.lo.pɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαλ‐λο‐πρε‐πείς
- ομόηχο: γαλλοπρεπής
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γαλλοπρεπείς
- (αρσενικό ή θηλυκό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλλοπρεπής