Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βύζην < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

βύζην (τροπικό επίρρημα)

  1. πολύ στενά, σφιχτά, πολύ κοντά, κολλητά
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 8.7
    τοὺς μὲν οὖν ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ἀντιπρῴροις βύζην κλῄσειν ἔμελλον·
    Είχαν, λοιπόν, σκοπό να κλείσουν τα στόμια του λιμανιού δένοντας μαζί καράβια με τις πρώρες προς τ᾽ ανοιχτά.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    [Οι Λακεδαιμόνιοι] λοιπόν εσχεδίαζαν να κλείσουν τα στόμια με πλοία, κολλητά το ένα με το άλλο και με τας πρώρας εστραμμένας προς την θάλασσαν.
    Μετάφραση στη Βικιθήκη: Ελευθέριος Βενιζέλος.
    ※  2ος↓ αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 2, 20.8
    ταῦτα ὁρῶντες οἱ Τύριοι ναυμαχεῖν μὲν ἀπέγνωσαν, τριήρεσι δὲ ὅσας τῶν λιμένων τὰ στόματα ἐδέχοντο βύζην τὸν ἔσπλουν φραξάμενοι ἐφύλασσον, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον.
    Όταν παρατήρησαν όλα αυτά οι Τύριοι, αποφάσισαν να μην ναυμαχήσουν, έφραξαν όμως την είσοδο των λιμανιών τοποθετώντας στα στόμιά τους όσα πολεμικά πλοία τους χωρούσαν το ένα κοντά στο άλλο και παραφύλαγαν να μην εισχωρήσει ο εχθρικός στόλος σε κανένα από αυτά.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
  2. άφθονα, πάρα πολύ
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ φύσιος παιδίου, (De natura pueri), 15, p.494, @scaife.perseus
    Ἡ δὲ γυνὴ ὁκόταν ἐν γαστρὶ ἔχῃ, ὑπὸ τῶν καταμηνίων μὴ χωρεόντων διὰ τόδε οὐ πονέεται ὅτι τὸ αἷμα οὐ ταράσσεται, βύζην ἀπιὸν κατὰ μῆνα ἕκαστον·
     συνώνυμα: ἁθρόως
  3. (για ανθρώπους) όλοι μαζί, ομαδικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία