βυθοσκοπήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβυθοσκοπήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθοσκοπώ
- θα βυθοσκοπήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθοσκοπώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβυθοσκοπήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βυθοσκόπηση