βυθίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβυθίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βυθίζω
- θα βυθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βυθίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβυθίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βύθιση