βολταμπέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολταμπέρ < (λόγιο δάνειο) αγγλική voltampere
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vol.tamˈbeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βολ‐τα‐μπέρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολταμπέρ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) (μονάδα μέτρησης) της αέργου ισχύος του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία ισούται με το γινόμενο βολτ με αμπέρ. Σύμβολο: VA
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βολταμπέρ
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr