βολτ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βολτ < γαλλική volt < ιταλικήAlessandro Volta (Αλεσάντρο Βόλτα, από το όνομα του Ιταλού φυσικού)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βολτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης (σύμβολο: V)
- το ηλεκτρικό δίκτυο στην Ευρώπη έχει τάση 220 βολτ