βολτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης (σύμβολο: V)
- ↪ το ηλεκτρικό δίκτυο στην Ευρώπη έχει τάση 220 βολτ
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ Από το όνομα του Ιταλού φυσικού.