μικροβόλτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροβόλτ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microvolt < αρχαία ελληνική μικρός + volt < ιταλική Alessandro Volta < volta
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροβόλτ ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρολογία) μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής τάσης που ισοδυναμεί με ένα εκατομμυριοστό (10-6) τού βολτ και έχει σύμβολο το μV