βλαστολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βλαστολογώ < (ελληνιστική κοινή) βλαστολογέω / βλαστολογῶ < αρχαία ελληνική βλαστός + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vla.sto.loˈɣo/
Ρήμα
επεξεργασίαβλαστολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία- βλαστολόγημα
- → δείτε τις λέξεις βλαστός και λέγω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλαστολογώ | βλαστολογούσα | θα βλαστολογώ | να βλαστολογώ | βλαστολογώντας | |
β' ενικ. | βλαστολογείς | βλαστολογούσες | θα βλαστολογείς | να βλαστολογείς | (βλαστολόγει) | |
γ' ενικ. | βλαστολογεί | βλαστολογούσε | θα βλαστολογεί | να βλαστολογεί | ||
α' πληθ. | βλαστολογούμε | βλαστολογούσαμε | θα βλαστολογούμε | να βλαστολογούμε | ||
β' πληθ. | βλαστολογείτε | βλαστολογούσατε | θα βλαστολογείτε | να βλαστολογείτε | βλαστολογείτε | |
γ' πληθ. | βλαστολογούν(ε) | βλαστολογούσαν(ε) | θα βλαστολογούν(ε) | να βλαστολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλαστολόγησα | θα βλαστολογήσω | να βλαστολογήσω | βλαστολογήσει | ||
β' ενικ. | βλαστολόγησες | θα βλαστολογήσεις | να βλαστολογήσεις | βλαστολόγησε | ||
γ' ενικ. | βλαστολόγησε | θα βλαστολογήσει | να βλαστολογήσει | |||
α' πληθ. | βλαστολογήσαμε | θα βλαστολογήσουμε | να βλαστολογήσουμε | |||
β' πληθ. | βλαστολογήσατε | θα βλαστολογήσετε | να βλαστολογήσετε | βλαστολογήστε | ||
γ' πληθ. | βλαστολόγησαν βλαστολογήσαν(ε) |
θα βλαστολογήσουν(ε) | να βλαστολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βλαστολογήσει | είχα βλαστολογήσει | θα έχω βλαστολογήσει | να έχω βλαστολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βλαστολογήσει | είχες βλαστολογήσει | θα έχεις βλαστολογήσει | να έχεις βλαστολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βλαστολογήσει | είχε βλαστολογήσει | θα έχει βλαστολογήσει | να έχει βλαστολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βλαστολογήσει | είχαμε βλαστολογήσει | θα έχουμε βλαστολογήσει | να έχουμε βλαστολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βλαστολογήσει | είχατε βλαστολογήσει | θα έχετε βλαστολογήσει | να έχετε βλαστολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βλαστολογήσει | είχαν βλαστολογήσει | θα έχουν βλαστολογήσει | να έχουν βλαστολογήσει |
|