Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλαστολόγημα τα βλαστολογήματα
      γενική του βλαστολογήματος των βλαστολογημάτων
    αιτιατική το βλαστολόγημα τα βλαστολογήματα
     κλητική βλαστολόγημα βλαστολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαστολόγημα < βλαστολογώ + -μα < (ελληνιστική κοινήβλαστολογέω / βλαστολογῶ < αρχαία ελληνική βλαστός + λέγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vla.stoˈlo.ʝi.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλαστολόγημα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία