Ετυμολογία

επεξεργασία
βερεδάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική veredarius < veredus < γαλατικά *werēdos < πρωτοκελτική *uɸorēdos < *uɸo- ‎+ *rēdo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(H)reydʰ- ‎(ιππεύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βερεδάριος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία