Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βδελυρεύομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

βδελυρεύομαι

  • συμπεριφέρομαι με αποτρόπαιο, απεχθή τρόπο, επιδεικνύω κτηνώδη συμπεριφορά
    ※  4ος αιώνας πκε Δημοσθένης, Περὶ τῶν πρὸς Ἀλέξανδρον συνθηκῶν, 17.11
    ἡμεῖς δὲ τῆς εἰρήνης μετέχομεν τῆς προσταττούσης πολεμίους ἡγεῖσθαι τοὺς ταῦτα πράττοντας. ἐκ δὴ τούτων πότερα πειθόμεθα τοῖς κοινοῖς προστάγμασι πολεμίοις αὐτοῖς χρώμενοι, ἢ βδελυρεύσεταί τις οὐ φάσκων, τούτων τῶν μισθοφορούντων παρὰ τοῦ Μακεδόνος, τῶν καθʼ ὑμῶν πεπλουτηκότων;
    Εμείς όμως έχουμε συνυπογράψει συμφωνία ειρήνης που ορίζει να θεωρούμε εχθρούς όσους ενεργούν έτσι. Με βάση αυτά λοιπόν θα συμμορφωθούμε προς τις κοινές εντολές και θα τους θεωρήσουμε εχθρούς ή μήπως κάποιο από τα μίσθαρνα όργανα του Μακεδόνα βασιλιά, που έχουν πλουτίσει σε βάρος σας, θα φερθεί με τρόπο βδελυρό και θα πει όχι;
    Μετάφραση (2004), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ.Αραποπούλου, @greek-language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία