Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρβαρικά < βαρβαρικός

  Επίρρημα επεξεργασία

βαρβαρικά

  1. μιλώντας μια βαρβαρική γλώσσα
  2. όπως οι βάρβαροι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βαρβαρικά