Ετυμολογία

επεξεργασία
βανάνα < (οπτικό δάνειο) ιταλική banana

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈna.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐νά‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βανάνα θηλυκό (καθαρεύουσα)

  • (φρούτο) η μπανάνα
    ※  Αἱ πλέον ἐξαίρετοι ὀπῶραι, ὡς τὸ πιτυόμηλον, ἡ βανάνα, τὸ φοινίκιον, πορτογάλλιον, λεμόνιον, κίτρον, καὶ κακάον, εὑρίσκονται μόνον εἰς τὰς ἰσημερινὰς ἢ τροπικὰς χώρας.
    William Channing Woodbridge, Γεωγραφία στοιχειώδης, Σμύρνη: Εκ της Αμερικανικής Τυπογραφίας, 1835, σελ. 249
    ※  (ως αρσενικό) Τινὲς δ’ αὑτῶν ἔχουσιν ὄλας τὰς ἰδιότητας τῶν ἡδυτέρων ὀπόρων ἠμῶν, τῶν ἀπίων, τῆς σταφυλῆς, τοῦ ῥοδακίνου, τοῦ βανάνα, καὶ τῶν ἄλλων, – ἔχουσι δηλαδὴ τὴν ὀσμήν των καὶ τὴν γεῦσίν των.
    Άρτος κατασκευαζόμενως χημικώς, Ο φιλόκαλος Σμυρναίος, έτος Α΄, τεύχος 20, 26 Οκτωβρίου 1858, σελ. 271
    ※  Βανάνα (ποικ. γν.)—Οὔτω καλοῦσιν οἱ κάτοικοι τῆς Γουϊνέας τὸν καρπὸν τῆς Βανανέας (βλ. λ.) ἡ δὲ ὀνομασία αὕτη ἐγενικεύθη καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις λαοῖς. Ἡ βανάνα εἶναι σφαίριον ἐπίμηκες, 8–10 ὑφεκατ. μήκους.
    Κωνσταντίνος Μητσόπουλος, Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν πρακτικών γνώσεων, τόμος 1, Αθήνα: Εκδοτικόν Κατάστημα Γεωργίου Φεξή, 1896, σελ. 388

Συγγενικά

επεξεργασία