Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλιντέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική valide (παρωχημένο) < αραβική وَالِدَة (wālida, μητέρα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.liˈde/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐λι‐ντέ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλιντέ θηλυκό άκλιτο (& βαλιδέ)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • βαλιντέ σουλτάνα → δείτε τη λέξη βαλιδέ