valide
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
valide | valides |
valide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαvalide (tr)
- (παρωχημένο) η μητέρα
ενικός | πληθυντικός |
valide | valides |
valide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
valide (tr)