Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλανίζω < βάλανος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

βαλανίζω

  1. κουνάω τη βελανιδιά και μαζεύω τα βελανίδια που έχουν πέσει
  2. (ιατρική) βάζω σε ασθενή υπόθετο

Παροιμίες επεξεργασία