βαΐουλος
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαΐουλος < (άμεσο δάνειο) λατινική baiulus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαΐουλος αρσενικό
- πρεσβευτής της Βενετίας στο Βυζάντιο, ο βάιλος
- (σε σχόλια στον Αίαντα του Σοφοκλή) επιμελητής ή παιδαγωγός [1]
Άλλες μορφές
επεξεργασία- βάγιλος, βαγίλος, βάγυλος, βάγηλος
- βαγιοῦλος
- βάιλος
- μπάιλος
- μπαΐουλος
- μπαλίος
- πάγιλος
- πάιλος
- παλίος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «βαΐλος», «βαΐλουλος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- βαΐουλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- βαίουλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- βαΐουλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].